ΒΟΛΤΑ ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ
ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ
ΓΙΑ ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
ΓΙΑ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΞΕΝΑΓΗΣΗΣ ΕΔΩ
Ο Κεραμεικός αποτελεί το σημαντικότερο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας. Είναι το μοναδικό που δεν έχει καλυφθεί από την οικοδόμηση της σύγχρονης πόλης και προσφέρει εξαιρετικές συνθήκες αρχαιολογικής έρευνας και δυνατότητες πρόσβασης στο κοινό. Ο χώρος περιλαμβάνει τμήμα του ποταμού Ηριδανού εκατέρωθεν του οποίου διέρχονται δύο μεγάλες οδοί, τμήμα της οχύρωσης του άστεως με δύο μνημειώδεις πύλες, καθώς επίσης πλήθος μνημεία οικιστικού, λατρευτικού και ταφικού χαρακτήρα που χρονολογούνται από τους προϊστορικούς έως τους βυζαντινούς χρόνους.
![]() |
Κεραμεικός 1890 |
Ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραμεικού καταλαμβάνει μια έκταση 38,5 στρεμμάτων στο κέντρο της σύγχρονης Αθήνας, μεταξύ των οδών Ερμού και Πειραιώς. Κατά την αρχαιότητα η έκταση αυτή βρισκόταν στο ΒΔ άκρο της πόλης και ένα τμήμα της ανήκε στον αρχαίο δήμο Κεραμέων. Με την ανέγερση των τειχών του άστεως το 478 π.Χ. ο Κεραμεικός διαιρέθηκε σε δύο τομείς, εντός και εκτός των τειχών, ενώ πάνω στις αμαξιτές οδούς που διέρχονταν από την περιοχή κτίστηκαν σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους δύο εντυπωσιακά πυλαία οικοδομήματα, η Ιερά Πύλη και το Δίπυλον.
Μεταξύ των δύο πυλών αυτών βρισκόταν το Πομπείον, ενώ μπροστά από αυτές μεγάλος αριθμός τάφων πλαισιώναν την Ιερά Οδό, από την οποία ξεκινούσε η οδός που οδηγούσε στο λιμάνι της Μουνιχίας στον Πειραιά, και την οδό που οδηγούσε στην Ακαδημία.
Οι προσόψεις των τάφων με μέτωπο προς τις οδούς έφεραν πλούσιο εικονιστικό διάκοσμο, όπως π.χ. τις ταφικές ανάγλυφες στήλες της Ηγησούς, κόρης του Προξένου και του ιππέα Δεξίλεω.
Eιδικότερα όμως με το όνομα Κεραμεικός φέρονταν στην Αρχαία Αθήνα δύο συνοικίες που βρίσκονταν στο βορειοδυτικό άκρο της τότε Αθήνας οι λεγόμενοι "Έξω Κεραμεικός" και ο "Έσω Κεραμεικός".
Μεταξύ των δύο πυλών αυτών βρισκόταν το Πομπείον, ενώ μπροστά από αυτές μεγάλος αριθμός τάφων πλαισιώναν την Ιερά Οδό, από την οποία ξεκινούσε η οδός που οδηγούσε στο λιμάνι της Μουνιχίας στον Πειραιά, και την οδό που οδηγούσε στην Ακαδημία.
Οι προσόψεις των τάφων με μέτωπο προς τις οδούς έφεραν πλούσιο εικονιστικό διάκοσμο, όπως π.χ. τις ταφικές ανάγλυφες στήλες της Ηγησούς, κόρης του Προξένου και του ιππέα Δεξίλεω.
Eιδικότερα όμως με το όνομα Κεραμεικός φέρονταν στην Αρχαία Αθήνα δύο συνοικίες που βρίσκονταν στο βορειοδυτικό άκρο της τότε Αθήνας οι λεγόμενοι "Έξω Κεραμεικός" και ο "Έσω Κεραμεικός".
Δηλαδή δύο Κεραμεικοί όπως λέει και ο Ησύχιος, ο μέν εκτός του τείχους, ο δε εντός. Την διάκριση αυτή μνημονεύουν επίσης ο Πλάτων, ο Θουκυδίδης και ο Πλούταρχος. Ο Κεραμεικός ήταν το πρώτο δημόσιο νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας.
Οι δύο αυτές αρχαίες συνοικίες αποτελούσαν τον δήμο των Κεραμέων, από την Ακαμαντίδα φυλή. Το όνομα του δήμου αυτού προήλθε κατ΄ άλλους από τον επώνυμο ήρωα Κέραμο ενώ κατ΄ άλλους από τους τεχνίτες κεραμείς (αγγειοπλάστες - αγγειογράφοι) και από τα εργαστήριά τους που ήταν αρχικά στη περιοχή αυτή.
Οι δύο Κεραμεικοί χωρίζονταν μεταξύ τους από το Θεμιστόκλειο τείχος (478 π.Χ.), και συνδέονταν από τη μεγάλη διπλή πύλη λεγόμενη "Δίπυλο" στην οποία εξωτερικά κατέληγαν η αρχαία οδός Πειραιώς, η Ιερά οδός, από και προς την αρχαία Ελευσίνα και η οδός προς την Ακαδημία Πλάτωνος.


Εσωτερικά του Διπύλου ξεκίναγε μεγάλη λεωφόρος που διαμέσου της αρχαίας αγοράς και μεταξύ των λόφων της Πνύκας και του Αρείου Πάγου κατέληγε στην είσοδο της Ακρόπολης. Έτσι ο μεν Έξω Κεραμεικός είχε ταφικό χαρακτήρα, ενώ ο Έσω Κεραμεικός οικιστικό χαρακτήρα.
Από την ελληνιστική περίοδο μέχρι τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (338 π.Χ. μέχρι τον 6ο αιώνα) το νεκροταφείο διαφαίνεται πως λειτουργούσε αδιάκοπα
Την περιοχή του Έξω Κεραμεικού διέσχιζαν συγκλίνουσες όπως αναφέρθηκε παραπάνω τρεις μεγάλοι αρχαίοι οδοί (δρόμοι), η από Πειραιά λεγόμενη "Πειραιώς", η από την Ελευσίνα, λεγόμενη Ιερά Οδός και ο λεγόμενος "δρόμος", από και προς την Ακαδημία του Πλάτωνα. Προ του τείχους και εκατέρωθεν της καθεμιάς των οδών αυτών βρίσκονταν οι τάφοι (νεκροταφεία) της αρχαίας Αθήνας με συνέπεια ολόκληρη η περιοχή να δίνει την εντύπωση μεγάλου νεκροταφείου το οποίο και ήλθε στο φως από τις αρχαιολογικές ανασκαφές που ξεκίνησαν δειλά το 1861, και επίσημα από το 1863 επί Βασιλέως Γεωργίου του Α΄, αρχικά από την Αρχαιολογική Εταιρεία και στη συνέχεια από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών όπου και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Το νεκροταφείο αυτό του Κεραμεικού βρίσκεται στη περιοχή της σημερινής εκκλησίας της Αγίας Τριάδας, επί της οδού Πειραιώς, στην ομώνυμη συνοικία της Αθήνας και βόρεια της "παλαιάς λαχαναγοράς", περιοχής Γκάζι, που σήμερα ο χώρος έχει αποδοθεί και διαμορφωθεί σε πάρκο και πεζόδρομο όπου καταλήγει η οδός Ερμού στην οδό Πειραιώς. Το καλύτερα σωζώμενο σήμερα τμήμα του αρχαίου εξωτερικού Κεραμεικού είναι οι ιδιωτικοί τάφοι που βρίσκονται νότια της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας που πλαισίωναν το τέλος της Ιεράς οδού και μάλιστα εκείνοι της δεξιάς πλευράς του εισερχομένου από δυσμάς.
Η στήλη εικονίζει τον Δεξίλεω, γιο του Λυσανία που πέθανε το 394 - 393 π.Χ. κοντά στην Κόρινθο. Εικονίζεται έφιππος νέος με αναπεταμένο το χιτώνα να μάχεται πάνω σε ατίθασο άλογο έχοντας ρίξει ήδη τον νεαρό αντίπαλό του στο έδαφος.
Με το αριστερό κρατούσε τα χαλινάρια, ενώ με το δεξί εξακόντιζε δόρυ που έχει χαθεί. Ο πεσμένος εχθρός κρατούσε επίσης χάλκινο ξίφος που δεν σώζεται.
Η στήλη φέρει επιγραφή με τα ονόματα των ηρωικά πεσόντων στη μάχη επάνω.
Στη βάση του μνημείου αναγράφεται σε τέσσερις στίχους η αφιέρωσή του στον Δεξίλεω: «ΔΕΞΙΛΕΩΣ ΛΥΣΑΝΙΟ ΘΟΡΙΚΙΟΣ - ΕΓΕΝΕΤΟ ΕΠΙ ΤΕΙΣΑΝΔΡΟ ΑΡΧΟΝΤΟΣ - ΑΠΕΘΑΝΕΝ ΕΠ' ΕΥΒΟΥΛΙΔΟ - Ε΄Γ΄ ΚΟΡΙΝΘΩΙ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΙΠΠΕΩΝ».
Οι αρχαιότεροι τάφοι του χώρου χρονολογούνται στην Εποχή του χαλκού. Από την Υπομυκηναϊκή περίοδο (1100-1000 π.Χ.) και μετά το νεκροταφείο Κεραμεικού αναπτύσσεται συνεχώς. Κατά την Γεωμετρική περίοδο (1000-700 π.Χ.) και ιδιαίτερα κατά την Αρχαϊκή περίοδο (700-480 π.Χ.) οι τάφοι πληθαίνουν και εντάσσονται σε ταφικούς τύμβους όπου και "σημαίνονται" με επιτάφια μνημεία. Κατά την Κλασσική περίοδο (5ος - 4ος αιώνας π.Χ.) τις δύο οδούς που πλησίαζαν το Δίπυλο (εξωτερικά και δυτικά, δηλαδή η από Πειραιά και η Ιερά οδός), τις πλαισίωναν νεκροταφεία και ταφικά μνημεία, συνήθως οικογενειακά, που εξαίρονταν με ταφικά μνημεία. Σ΄ αυτόν τον χώρο και προς την οδό Ακαδημίας Πλάτωνα που πέρναγε δίπλα (βόρεια) από τον σημερινό ναό της Αγίας Τριάδας είχε δημιουργηθεί το "Δημόσιο Σήμα" όπου ήταν ο χώρος ταφής των επιφανών Αθηναίων καθώς και των "πεσόντων εν πολέμω", με χαρακτήρα στρατιωτικού κοιμητηρίου.

O ΗΡΙΔΑΝΟΣ

Ο Ηριδανός όπως φαίνεται σήμερα στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού.
Τα νερά του μεταμορφώνουν τον Κεραμεικό σε όαση πρασίνου που παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλία σε πανίδα και χλωρίδα. Εκτός από την αρχαιολογική έρευνα, αντικείμενο μέριμνας της ανασκαφής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στον Κεραμεικό αποτελεί και η διατήρηση αυτού του τόσο σημαντικού βιοτόπου στο κέντρο της Αθήνας.
Δίπυλο
Το Δίπυλο (ονομασία εκ της διπλής κατασκευής) ήταν η κύρια πύλη (είσοδος) της αρχαίας Αθήνας. Αποκαλύφθηκε από τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής εταιρείας κατά τα έτη 1872-1874. Βρίσκεται περί τα 150 μέτρα ανατολικά από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας και αποτελείται από την εξωτερική πύλη, τον διάδρομο (εισόδου – εξόδου) και την εσωτερική πύλη.
1. Η εξωτερική πύλη του τείχους σύγκειται από δύο ανοίγματα πλάτους έκαστο 3,5 μέτρων και προστατεύεται από δύο εκατέρωθεν τετράγωνους πύργους που προεξέχουν του τείχους κατά 8 μέτρα.
2. Ο διάδρομος αυλής έχει μήκος 47,40 μέτρα και σχηματίζεται από την προέκταση των δύο τοίχων (σκέλη) του τείχους, εσωτερικά της κύριας γραμμής του.
3. Η εσωτερική πύλη που βρίσκεται στο τέλος της αυλής της εισόδου ίδια σχεδόν κατασκευαστικά με την εξωτερική πύλη, κατά τα ανοίγματα και τους προμαχώνες.
Εκτός όμως του Διπύλου υπήρχε ακόμη μια μικρότερη πύλη η Ιερά πύλη, νοτιοδυτικά του Διπύλου που ανήκε στις Κεραμεικές Πύλες του τείχους επίσης οχυρωμένη την οποία ο Ντέρπφελντ θεωρούσε ως άνοιγμα για τα νερά του αρχαίου χειμάρρου Ηριδανού.
ΓΙΑ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΟ
Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ.
- Την περιοχή του Κεραμεικού διασχίζει ο Ηριδανός, ο μικρότερος από τους τρεις κύριους ποταμούς της αρχαίας Αθήνας, ο οποίος κατέβαινε από την πλαγιά του Λυκαβηττού και, ακολουθώντας αρχικά βορειοδυτική πορεία, εν συνεχεία στρεφόταν προς νότον, και κατόπιν, εκτός τειχών της αρχαίας πόλης, ενωνόταν με τον Κηφισό. Στην πραγματικότητα ήταν ένας ορμητικός χείμαρρος που άλλαζε συχνά κοίτη.
Στην αρχαιότητα το νερό φαίνεται ήταν σημαντικό για τους ζωντανούς όσο και για τους νεκρούς. Ο Κεραμεικός ήταν ένας τόπος που μπορούσε να προσφέρει γαλήνη και αρμονία σε όσους προορίζονταν για το ταξίδι στον κάτω κόσμο. Για αυτό τον λόγο οι κάτοικοι ονόμασαν τον ποταμό του Κεραμεικού Ηριδανό, συνδέοντας τον με τη μυθολογική παράδοση που αναφέρει ότι Ηριδανός λεγόταν και ο ποταμός που διέσχιζε τα ευλογημένα Ηλύσια Πεδία του Άδη.
Υπάρχουν αρκετές παραδόσεις και μύθοι για τον Ηριδανό. Κατά την Ηροδότεια Κοσμογονία ο Ωκεανός και η Τιθύς γέννησαν 3.000 κόρες – τις Ωκεανίδες- και 3000 ποταμούς. Εκεί αναφέρεται και ο Ηριδανός. Σήμερα εμείς θα αναφερθούμε στην παράδοση που μας μιλάει για τον Ευρωπαϊκό Ηριδανό και τις υπόλοιπες θα τις αναπτύξουμε κατά την ξενάγηση μας.
Είναι ο Παυσανίας αυτός που αναφέρεται στον Ευρωπαϊκό Ηριδανό, που τον τοποθετούσαν στο Δυτικό πέρας του κόσμου. Αυτός θεωρούσαν ότι εκβάλλει στην Βόρεια θάλασσα και στις όχθες του έβρισκαν ήλεκτρο. Και εκεί οι κόρες του Ήλιου θρηνούσαν τον χαμό του αδελφού τους Φαέθωντα. Αυτός, επειδή πήρε το άρμα του πατέρα του, του Ήλιου, με το οποίο μετέφερε τον ηλιακό δίσκο γύρω απ’ τον πλανήτη μας, αλλά δεν κατάφερε να χαλιναγωγήσει τα άλογά του και έτσι ή κατέβαινε πολύ κοντά στη γη και έκαιγε τα λιβάδια, ή απομακρυνόταν πολύ και πάγωνε η Γη, κατακεραυνώθηκε από τον Δία και έπεσε στον Ηριδανό.
Οι κόρες του Ήλιου θρηνούσαν στις όχθες του Ηριδανού τον χαμό του νέου και όμορφου αδελφού τους, και καθώς τα δάκρυά τους έπεφταν στο νερό γίνονταν κεχριμπάρι και ο ποταμός έλαμπε χρυσαφένιος. Οι Ηλιάδες αρνούνταν να φύγουν απ’ την όχθη και να σταματήσουν τον θρήνο τους ώσπου ο Δίας τις λυπήθηκε και τις μεταμόρφωσε σε ιτιές, που γέρνουν αιώνια πάνω απ τα νερά, και είναι αυτές που σήμερα ονομάζουμε «κλαίουσες». (Οβίδιος – Μεταμορφώσεις).
Πηγές: «Το ποτάμι Ηριδανός της αρχαίας πόλης». Υπουργείο Πολιτισμού.
http://www.dainst.org/el/ project
Ἴσως φανεῖτε τυχεροί, ὅπως κι ἐγώ,
1. Η εξωτερική πύλη του τείχους σύγκειται από δύο ανοίγματα πλάτους έκαστο 3,5 μέτρων και προστατεύεται από δύο εκατέρωθεν τετράγωνους πύργους που προεξέχουν του τείχους κατά 8 μέτρα.
2. Ο διάδρομος αυλής έχει μήκος 47,40 μέτρα και σχηματίζεται από την προέκταση των δύο τοίχων (σκέλη) του τείχους, εσωτερικά της κύριας γραμμής του.
3. Η εσωτερική πύλη που βρίσκεται στο τέλος της αυλής της εισόδου ίδια σχεδόν κατασκευαστικά με την εξωτερική πύλη, κατά τα ανοίγματα και τους προμαχώνες.
Εκτός όμως του Διπύλου υπήρχε ακόμη μια μικρότερη πύλη η Ιερά πύλη, νοτιοδυτικά του Διπύλου που ανήκε στις Κεραμεικές Πύλες του τείχους επίσης οχυρωμένη την οποία ο Ντέρπφελντ θεωρούσε ως άνοιγμα για τα νερά του αρχαίου χειμάρρου Ηριδανού.
ΓΙΑ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΟ
ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΔΩ
Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ.
- Την περιοχή του Κεραμεικού διασχίζει ο Ηριδανός, ο μικρότερος από τους τρεις κύριους ποταμούς της αρχαίας Αθήνας, ο οποίος κατέβαινε από την πλαγιά του Λυκαβηττού και, ακολουθώντας αρχικά βορειοδυτική πορεία, εν συνεχεία στρεφόταν προς νότον, και κατόπιν, εκτός τειχών της αρχαίας πόλης, ενωνόταν με τον Κηφισό. Στην πραγματικότητα ήταν ένας ορμητικός χείμαρρος που άλλαζε συχνά κοίτη.
Στην αρχαιότητα το νερό φαίνεται ήταν σημαντικό για τους ζωντανούς όσο και για τους νεκρούς. Ο Κεραμεικός ήταν ένας τόπος που μπορούσε να προσφέρει γαλήνη και αρμονία σε όσους προορίζονταν για το ταξίδι στον κάτω κόσμο. Για αυτό τον λόγο οι κάτοικοι ονόμασαν τον ποταμό του Κεραμεικού Ηριδανό, συνδέοντας τον με τη μυθολογική παράδοση που αναφέρει ότι Ηριδανός λεγόταν και ο ποταμός που διέσχιζε τα ευλογημένα Ηλύσια Πεδία του Άδη.
Υπάρχουν αρκετές παραδόσεις και μύθοι για τον Ηριδανό. Κατά την Ηροδότεια Κοσμογονία ο Ωκεανός και η Τιθύς γέννησαν 3.000 κόρες – τις Ωκεανίδες- και 3000 ποταμούς. Εκεί αναφέρεται και ο Ηριδανός. Σήμερα εμείς θα αναφερθούμε στην παράδοση που μας μιλάει για τον Ευρωπαϊκό Ηριδανό και τις υπόλοιπες θα τις αναπτύξουμε κατά την ξενάγηση μας.
Είναι ο Παυσανίας αυτός που αναφέρεται στον Ευρωπαϊκό Ηριδανό, που τον τοποθετούσαν στο Δυτικό πέρας του κόσμου. Αυτός θεωρούσαν ότι εκβάλλει στην Βόρεια θάλασσα και στις όχθες του έβρισκαν ήλεκτρο. Και εκεί οι κόρες του Ήλιου θρηνούσαν τον χαμό του αδελφού τους Φαέθωντα. Αυτός, επειδή πήρε το άρμα του πατέρα του, του Ήλιου, με το οποίο μετέφερε τον ηλιακό δίσκο γύρω απ’ τον πλανήτη μας, αλλά δεν κατάφερε να χαλιναγωγήσει τα άλογά του και έτσι ή κατέβαινε πολύ κοντά στη γη και έκαιγε τα λιβάδια, ή απομακρυνόταν πολύ και πάγωνε η Γη, κατακεραυνώθηκε από τον Δία και έπεσε στον Ηριδανό.
Οι κόρες του Ήλιου θρηνούσαν στις όχθες του Ηριδανού τον χαμό του νέου και όμορφου αδελφού τους, και καθώς τα δάκρυά τους έπεφταν στο νερό γίνονταν κεχριμπάρι και ο ποταμός έλαμπε χρυσαφένιος. Οι Ηλιάδες αρνούνταν να φύγουν απ’ την όχθη και να σταματήσουν τον θρήνο τους ώσπου ο Δίας τις λυπήθηκε και τις μεταμόρφωσε σε ιτιές, που γέρνουν αιώνια πάνω απ τα νερά, και είναι αυτές που σήμερα ονομάζουμε «κλαίουσες». (Οβίδιος – Μεταμορφώσεις).
Πηγές: «Το ποτάμι Ηριδανός της αρχαίας πόλης». Υπουργείο Πολιτισμού.
http://www.dainst.org/el/
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ
Ένα υπέροχο ποίημα της Τασούλας Καραγεωργίου που "φάνηκα τυχερός" και διάβασα σε πρόσφατο τεύχος της Νέας Εστίας και αναφέρεται σε μια χελώνα μέσα στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού μεταφέρω εδώ.
ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Η ΧΕΛΩΝΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΥ
Ἴσως φανεῖτε τυχεροί, ὅπως κι ἐγώ,
ἐάν βρεθεῖτε Ἀπρίλη μήνα στον Κεραμεικό,
ἴσως τη δεῖτε ξαφνικά
να σέρνεται λικνιστικά
μές στα χλωρά τριφύλλια
Κι ἄν γύρω σας ἀκινητοῦν οἱ ἐπιτύμβιες στῆλες
κι ἔφιππος ὁ Δεξίλεως γλεντάει το θάνατό του,
ἀκόμα κι ἄν σᾶς συγκινεῖ μονάχα ἡ τέχνη τῆς σιωπῆς,
δώσετε λίγη προσοχή
στο θαῦμα πού ζωγράφισε ὁ Θεός πάνω στο καύκαλό της,
μα πιο πολύ, στο πεῖσμα της ἀδιάφορη να ὁδεύει προς τους τάφους.
μα πιο πολύ, στο πεῖσμα της ἀδιάφορη να ὁδεύει προς τους τάφους.
(Χελώνα ἡ ἑλληνική,πατρίδα μου, βραδύ γλυπτό, πού προσπερνάει τον Ἅδη.)
Η χελώνα, υποστηρίζει ο εικαστικός Γιώργος Λαζόγκας στην ενότητα "Χελώνες του Κεραμεικού",σε αντίθεση με τους ρυθμούς της παγκοσμιοποιημένης αγοράς έχει το δικό της χρόνο που τον διαχειρίζεται σωστά σε αντιδιαστολή με το χώρο που κυριαρχεί η βιασύνη του σύγχρονου αλλοτριωμένου ανθρώπου. Είναι ένα σύμβολο που απασχόλησε το Γιώργο Λαζόγκα στην ενότητα "Χελώνες του Κεραμεικού". Η χελώνα έχει το χάρισμα να κινείται αργά, άρα είναι αδύνατο να σηματοδοτεί το φυγά, το δρομέα, τον κατασκευαστή των γρήγορων ευρημάτων. Μπορεί να σηματοδοτεί την τέχνη τής υπομονής και την εμμονή σε κάτι που δύσκολα τελειώνει ενώ το καβούκι της, μπορεί να παραπέμπει στο καβούκι του σύγχρονου ανθρώπου, του οποίου το φερόμενο στέγαστρο ενίοτε δεν είναι συμβατό με το περιεχόμενό του.
Η ποιήτρια χρησιμοποιεί τη χελώνα ως σύμβολο και με αυτό ερμηνεύει τη σύγχρονη Ελλάδα, την Ελλάδα που αντιστέκεται στη σύγχρονη μορφή αλλοτρίωσης και φθοράς και πεισματικά αδιάφορη διαγράφει αργά την πορεία της μέσα στο χρόνο σκαλίζοντας πάνω στο καβούκι της, ως θεϊκός γλύπτης, την δικιά της ιστορία. Η μνήμη που αντιστέκεται στη λήθη και προσπερνάει τον Άδη. Συνομιλεί νομίζω με το Άξιον Εστί του Ελύτη: "...σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι,...ο νικήσαντας τον Άδη και τον έρωτα σώσαντας...". Στη σιωπή, το θάνατο και τη λήθη αντιτάσσει ένα εγκώμιο της βραδύτητας που όμως καταφάσκει τη ζωή.
Εξάλλου γνωστό είναι το ομώνυμο ποίημα που έγραψε ο Κωστής Παλαμάς και ξεκινάει με τους ακόλουθους στίχους:
Οι τάφοι του Κεραμεικού
ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Ο χρυσοστέφανος θεός, ο μέγας Ήλιος βγαίνεικ’ υψώνεται ολοφάνερος και λάμπει κι αγναντεύειτη χαϊδεμένη κόρη του, την ακριβή του Αθήνα,και μέσα στην αγκάλη του τη σφίγγει σαν πατέρας5και τη χορταίνει με φιλιά, και μες στα σωθικά τηςαφήνει από τη λάβρα του λάβρα, κι από το φως τουφως, αίμ’ από το αίμα του, πνοήν απ’ την πνοή του.Και τα παιδιά τ’ ανόθευτα της θυγατέρας του Ήλιουπου μες στους κόρφους της ρουφούν του κόρφου της το γάλα,10άνθρωποι, δέντρ’, αγρίμια, ανθοί, νερά, βουνά, λιθάρια,πάντοτε νιώθουν μέσα τους, άλλος πολύ, άλλος λίγο,ένα βαθύ ανατρίχιασμα, μια φλόγα, ένα μεθύσι,και το μεθύσι, η φλόγ’ αυτή και η ανατριχίλα, εσ’ είσαιαγάπη της Ζωής, εσύ, σαν πέλαγος μεγάλη!
15Ζωή! δεν είναι τίποτε γλυκύτερο στον κόσμοαπ’ την πεντάμορφη ζωή, την ηλιοφωτισμένη!Ζωή, κι αν έρχεσαι γοργά κι από χαρές γεμάτη,κι αν έρχεσαι με βάσανα και μ’ έγνοιες και μ’ αρρώστιες,ζωή του γέρου και του νιου, της φτώχειας και του πλούτου,20με της δουλειάς τον ίδρωτα, με της αργίας τη γλύκα,με την ειρήνην ήμερη, με τους αγρίους πολέμους,και μ’ όλες τις καλοκαιριές και μ’ όλους τους χειμώνες,Ζωή, κι όπως κι α δείχνεσαι, Ζωή, κι ό,τι κι αν είσαι,αν είσαι πράγμα ή όνειρο, καλή κακή κι αν είσαι,25χαρά σ’ εσέ, δόξα σ’ εσέ κι αγάπες και τραγούδια!Ζωή! δεν είναι τίποτε για μας έξω από σένα,ναι! τίποτε ούτ’ αισθάνεται, ούτε που νόημα έχει,και δε μπορείς να βρίσκεσαι παρά όπου λάμπει ο ήλιος,και φτάνεις όπου φτάνουνε κι οι αχτίνες του θεού μας.30Από τον ήλιον η ζωή παίρνει ζωή μονάχα.Για μας δεν είναι άλλη ζωή, δεν είναι κόσμος άλλοςπαρά η ζωή που βλέπουμε κι ο κόσμος που πατούμε.Κι αν λάμπει κι άλλος ουρανός ψηλότερ’ απ’ τ’ αστέρια,μυστήρια κι αν μας τριγυρνούν, θεοί κι αν μας προσέχουν,35κι αν παραστέκουν γύρω μας αόρατ’ αγγελούδια,δεν ξέρουμε, δεν θέλουμε να μάθουμε· μας φτάνουντα δυο τα μάτια μας, τα δυο χέρια και η καρδιά μαςπου μέσα βράζει και χτυπάει κι αισθάνεται και λέει:Αγάπα και ξεφάντωνε, και δούλεψε και ζήσε40και προσηλώσου στη ζωή σαν τον κισσό στο δέντρο,και δέσου με την γην αυτή, στρείδι στο βράχο επάνω,και μη σε μέλει πού θα πας τα μάτια σου όταν κλείσεις.Το τρεχαντήρι το γοργό το νοιάζει σε ποιά ξέραθα σπάσει, σε ποιό πέλαγο θε να χαθεί, πού εγράφτη45να σκορπιστούν τα ξύλα του, ποιά φλόγα θα τα κάψει,τί θα γενούν οι ναύτες του σαν πάει χαμένο εκείνο;Ζωή! χαρά, δόξα σ’ εσέ κι αγάπες και τραγούδια!
Ω ΤΑΦΟΙ!
Για να χαρώ τον ήλιο μας και για να διαλαλήσωτη θεϊκή τη δόξα του και της ζωής τη δόξα,50τί θέλω εδώ στα μνήματα κι εδώ στα συντριμμέναλείψανα κόσμου παλαιού και κόσμου περασμένου;
Έρμα, γυμνά κι ασκέπαστα, όμοια τα βρίσκουν πάντακ’ οι λάβρες του καλοκαιριού κι οι πάγοι του χειμώνα·σε περασμένην εποχή του Σύλλα η αγριάδα55τα σκόρπισεν αλύπητα· στα χρόνια μας μπροστά τουςστέκει μ’ ευλάβεια κι ο σοφός και συλλογιέται· και όμωςβαθύτερα κι απ’ όσα λεν στο νου του διαβασμένουβαθύτερα, γλυκύτερα μιλούνε στην καρδιά μου.Στο μάρμαρο του Υμηττού, στην πέτρα της Πεντέλης60μισόσβηστα σκαλίσματα κι ευγενικές εικόνες,άνθη πελεκητά, χλωμές γραφές, λευκές νεράιδες,δείγματ’ απλά, σημάδια αγνά της λύπης, της αγάπης.Αρχαίοι τάφοι, πια κανείς δεν έρχεται σιμά σαςμε στέφανα από σέλινο, με θλιβερούς υακίνθους,65να σας ραντίσει με κρασί, το μέλι να σας φέρει.Αλλ’ όμως, τάφοι αγνώριστοι, χαρά σ’ εσάς! καντήλακαμιά δεν καίγει επάνω σας, λιβάνι δε μυρίζει,γονατιστός ο υποκριτής μπροστά σας δε χτυπιέται,σωπαίνουν οι αναστεναγμοί, τα δάκρυα πια δεν τρέχουν,70και πανηγύρια ανίερα ποτέ δε σας ταράζουν,και σας φυλάγει η μοναξιά κι η σιγαλιά σάς έχει·δε σας ισκιώνουν θλιβερά τα κυπαρίσσια, ω τάφοι,ούτε λουλούδια ολόδροσα φυτρώνουν στα πλευρά σας,ώς και το χόρτο σπάνιο κι ανάρια ανάρια βγαίνει,75δυο τρία αγριοβότανα σας συντροφεύουν μόνο,και σα να θέλουν να σας πουν πως ο καιρός και η φύσησκληρά για σας, κρύβουν για σας μονάχα καταφρόνια.Για σας δεν έχει τίποτε κι η Φύσις η μητέρα,δεν έχει τίποτε, γιατί δεν είστ’ εσείς παιδιά της·80γιατί μιαν άλλη, όμοια τρανή και δυνατή μητέρα,γαλήνια και αθάνατη και θεία μητέρα, η Τέχνησας γέννησε, σας γλίτωσεν απ’ του Καιρού τα χέρια,έδιωξεν αποπάνω σας τη θλίψη του θανάτου,έριξ’ επάνω σας το φως των ιερών λειψάνων,85κι από την πρώτη τη στιγμή που εβγήκατε καινούριααπ’ τα χέρια της τ’ αγνά, κι ίσαμε τώρα, εκείνησας ντύνει με τα χέρια της, με τα δικά της πλούτη,με χίλια κάλλη της ζωής, με καθετί που είναιπαλικαρίσιο κι όμορφο, καλό και τιμημένο!90Τάφοι γεμάτοι ενέργεια, τάφοι, ζωή γεμάτοι!Μπροστά σας δε συντρίβομαι και δεν ανατριχιάζω,καθώς την ώρα την πικρή που σκύβω εκεί στην πλάκααγαπημένου μου νεκρού και φίλου και δικού μου.Δε νιώθω από το φόβο μου τα γόνατα λυμένα,95δε βλέπω πως επλάστηκα για χώμα από το χώμα,και πως με ζώνει τ’ Άπειρο που δεν μπορώ να νιώσω.Δε με ταράζ’ η κόλαση με τις φοβέρες μαύρη,και δε με φτάνει της Εδέμ η μυστική ευωδία.Ξέρω πως είμαι άνθρωπος και τί η ζωή στοιχίζει,100ξέρω πως είμαι άνθρωπος κι είμαι γι’ αυτό περήφανος!Κι όταν ο μέγας μας θεός και της Αθήνας ο ήλιοςμεσημεριάζει ολόφωτος επάνω από τους τάφουςδε βρίσκω κι άλλη μια μεριά, πιο άγια, πιο παρθέναγια να χαρώ τον ήλιο μας και για να διαλαλήσω105τη θεϊκή τη δόξα του και της ζωής τη δόξαάλλη απ’ τους έρημους αυτούς κι ευλογημένους τάφους!
Χαίρετε τάφοι ερημικοί, κι ευλογημένοι τάφοι!πολλά μου φανερώνετε, περίσσια μου εξηγάτε,όμως ανάμεσα σ’ εσάς τρεις μοναχά, τρεις τάφοι,110με τρεις εικόνες ζωντανές κι οι τρεις σας πλουτισμένοιείστε παλιοί μου σύντροφοι και αδέρφια μου είστ’ εγκάρδια!Και καθεμία εικόνα σας αυτή είναι κι η ψυχή σαςκ’ έχ’ η ψυχή του καθενός ξεχωρισμένη γλώσσα.
ΔΕΞΙΛΕΩΣ
Κι από το πρώτο μάρμαρο κι από το πρώτο μνήμα115ακούω φωνή που χύνεται κι ακούω φωνή που λέει—Εμέ Δεξίλεο με λένε. Εγώ είμαι της Αθήναςτο λατρεμένο το παιδί, τ’ αγένειο παλικάρι.Μ’ ανάθρεψαν τα βροντερά τραγούδια του Τυρταίουκαι τάραξαν τον ύπνο μου τα όνειρα του Αισχύλου.120Έξω στο δρόμο, στη δουλειά, στου κάμπου τον αέραμου ’θρεψε ο ήλιος το κορμί και τ’ άνοιξε σαν άνθοςκαι στο Γυμνάσιον ο θεός που τα βοηθάει τα νιάταμου το ’πλασεν αρμονικά, σφιχτό, χυτό και ωραίο.Κι εγώ καβάλα, φτερωτός μέσα στους πρώτους πρώτος125συντρόφεψα το ιερό της Αθηνάς καράβικ’ έλεγα: βάλε μου, θεά, τρανή καρδιά στα στήθη,δώσε φτερά στα πόδια μου και δύναμη στα χέριανα πάω κι εγώ ν’ αγωνιστώ και νικητής να λάμψωστο πήδημα, στο πάλεμα, στο δρόμο, στο λιθάρι,130γιατί δεν είναι πιο ακριβή τιμή στο παλικάριπαρά καρδιά από σίδερο σε φτερωμένο σώμα.Κι εγώ ονειρεύτηκα κι εγώ τη χάρη της αγάπης,και σε τραπέζια χαρωπά ροδοστεφανωμένοςτους στίχους του Ανακρέοντα τραγούδησα, κι εμπρός μου135σπαρταριστές χορεύτριες με λύρες και φλογέρεςμ’ αποκοιμίσανε τρελά στης αγκαλιάς τη ζέστη·κ’ εγώ ονειρεύτηκα κι εγώ της δόξας τη λαχτάρα,άρχοντας, είπα, να υψωθώ και στρατηγός να γίνω,στο θέατρον άξιος ποιητής τα πλήθη να μαγεύω,140κ’ εγώ μια μέρα ν’ ακουστώ βροντόφωνα στην Πνύκα,αστροπελέκι στους κακούς, και με τους φιλοσόφους,εκεί που τρέχει ο Ιλισός γλυκά και που ξαπλώνειδροσάτον ίσκιο ο πλάτανος κι εγώ να ξεδιαλύνωκαι τα σκοτάδια της ψυχής και τα κρυφά της πλάσης.145Αλλ’ ένας αγαθός θεός, που και ποτέ τα μάτιαδε σήκωσε αποπάνω μου και πάντα με φυλάγει,αυτός διόρισε για με μια δόξα πιο μεγάλη:Για την πατρίδα ν’ αξιωθώ, να πάω να πολεμήσω!και νά! σαλπίζει η σάλπιγγα πολεμιστήριον ήχο,150κ’ η Αθήνα με τα ονείρατα πλατωνικά, η Αθήναξυπνάει γοργά, αντρειεύεται καθώς η Αθηνά της,γαλήνια κόρη και μαζί Πρόμαχος θεριεμένη.Η Σπάρτη η ανυπόταχτη μας φοβερίζει, η Σπάρτη!θυμήθηκα τον όρκο μου και αρματωμένος τρέχω155σε κυματόπλαστο άλογο θεσσαλικό που έχειχαρά τον πόλεμο και σκάφτει, αυτιάζεται, δε στέκει.Στο χέρι μου ανυπόνομο κουνιέται το κοντάρι,θαρρώ πως μέσα μου η καρδιά βροντοχτυπάει του Κόδρου,θαρρώ, είναι σαν του Αίαντα ψηλό το ανάστημά μου,160θαρρώ, το δρόμο ένας θεός μού δείχνει και κανένας,ναι! και κανένας δε μπορεί να κόψει την ορμή μου.Με τον πολέμιο σμίξαμε στον κάμπο της Κορίνθου,ηλιοκαμένος και τραχύς κι ακράτητος Σπαρτιάτης,βοριάς χιμάει επάνω μου πελώριος Σπαρτιάτης.165Τα χρόνια μου τα είκοσι πυρώνονται και βράζουν.Της Σπάρτης άντρας είσ’ εσύ, παιδί είμαι της Αθήνας·βοηθάτε με, ίσκιοι πατρικοί των Μαραθωνομάχων!σφιχτά κρατώ με το ζερβί το χαλινάρι, χύνωσα φλόγα τ’ άλογο, πετώ, σκύβω γοργά, τινάζω170τ’ ολόμακρο κοντάρι μου, κατάστηθα τον βρίσκω.Στα πόδια εμπρός του αλόγου μου κατρακυλάει και πέφτει,πέφτει κι εκεί που τον πατώ κρυφά τον καμαρώνω·χωρίς να χάσει την ορμή, χωρίς μιλιά να βγάλει,πέφτει και χάνεται και σβει και φοβερίζει ακόμα.
175Εμέ Δεξίλεο με λεν, παιδί είμαι της Αθήνας,πολέμησα και νίκησα κι εγώ για την πατρίδα.Σε λίγο ο θάνατος ορμάει κι αλύπητα κι εμέναμε παίρνει από την γην αυτή, με φέρνει σ’ άλλον κόσμο.Δε μ’ έριξε στα Τάρταρα, δε μ’ άφησε στον Άδη,180μακαρισμένο, αθάνατο, μ’ ανάστησε για πάνταστα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης.Ο χρόνος φεύγει, αλλάζει η γη, περνούν λαοί και κόσμοικαι πέφτουν και μαραίνονται σα φθινοπώρου φύλλα.Κι εγώ εδώ πέρα ασάλευτος κι αμάραντος προβάλλω185και της πατρίδας τον εχθρό στα πόδια μου τον έχω.Ω χάρη, ω νίκη της ζωής, ανήκουστη ευτυχία,στα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης!
ΑΓΑΘΩΝΟΣ ΓΥΝΗ
Κι απ’ του δευτέρου μνήματος το μάρμαρο μιαν άλληφωνήν ακούω γλυκά γλυκάΕγώ είμ’ η αγαπημένη190γυναίκα εγώ του Αγάθωνα. Απ’ τη στιγμή την πρώτηπου μ’ έφερε μες στα αγαθά του αρχοντικού σπιτιού του,μέσα σ’ αυτά με θρόνιασε βασίλισσα, το χέριμε αγάπη μου σφιχτόκλεισε στο χέρι μου και μου είπε:Εγώ θα τρέχω ολημερίς, θα πολεμώ, θα ιδρώνω,195οι λάβρες θα με ψένουνε, θα με χτυπούν τα χιόνια·και σα γυρνώ στη θάλασσα και στη στεριά όταν τρέχω,ο στρατιώτης είμ’ εγώ κι ο δουλευτής κι ο άντρας.Αλλ’ όταν θα θυμούμ’ εσέ κι εσέ στο νου θα βάζω,θα ξαλαφρώνω απ’ τη δουλειά, θα λύνομαι απ’ την έγνοια,200πάλι θα νιώθω δύναμη, θα ξαναπαίρνω θάρρος,και τον αγώνα απόκοτα θα ξαναρχίζω πάντα.Κι όταν θε να ’ρχομαι σ’ εσέ και όταν θα βρίσκω εσένακάτω απ’ τη σκέπη του σπιτιού, θα τα ξεχάνω, πόνους,κακίες, του κόσμου τη βοή, της γης τα πλούτη, και όλα,205γιατί είσ’ εσύ το ταίρι μου, κι η αληθινή γυναίκα,δέντρο που επλάστη απ’ τους θεούς ν’ ανθεί κρυφά στον ίσκιο!Ουράνιο δέντρο, κάνε μου καρπούς που να μου μοιάζουν!Έτσι μου μίλησε σφιχτά το χέρι μου κρατώντας.Φύγαν τα χρόνια, πέρασαν τα πρώτα μου τα νιάτα,210όμως τα πρώτα λόγια μου με σίδερο καμένοη αγάπη μου τα χάραξε μες στην καρδιά, και μένουντα πρώτα λόγια που προτού να τα μιλήσει εκείνοςτα είπε η γυναίκεια μου ψυχή κρυφά στον εαυτό μου.
Σπίτι ζεστό και δροσερό και μ’ άνθη στολισμένο215και καταφύγιο της τιμής και της ζωής λιμάνι!μέσα σ’ εσένανε έζησα κρυμμένη, αναπαμένηκαι κυβερνήτρα και κυρά. Σε κάθε χώρισμά σου,σε κάθε τοίχο και γωνιά, στα πλούσιά σου στολίδια,στα πλέον απλά σου πράγματα μοσχοβολάει κι αστράφτει220η προκοπή η ατίμητη και η προκοπή η γυναίκειαπου και στην ταπεινότερη δουλειάν ευγένεια δίνει.Μήτε που ζήλεψα ποτέ τον κόσμο το μεγάλο,γιατί στο πλάι του άντρα μου τον κόσμον όλον είχα,κλεισμένο μες στο σπίτι μου, κι ο κόσμος όλος είχε,225είχε για με δυο ονόματα: αγάπη και φροντίδα.Φροντίδα, αγάπη, προκοπή! καλότυχη η γυναίκαπου τη ζωή παντοτινά τηνε περνάει στο σπίτι,κ’ έχει τον άντρα ίσκιο της και τα παιδιά της δόξα,κι όταν στο δρόμο φαίνεται, χαρά στην τη γυναίκα230που τη θωρούν και δε μιλεί κανείς γι’ αυτή, και μόνοκαλοτυχίζουν όλοι τους τον άντρα που την έχει.Κι όταν θε νά ’ρθει ο θάνατος, καλότυχη η γυναίκαπου θά’ βρει καθώς ήβρα εγώ την τύχη που της πρέπει.Γιατί με πήρε ο θάνατος αλύπητα κι εμένα.235Δε μ’ έριξε στα Τάρταρα , δε μ’ άφησε στον Άδη.Μακαρισμένη, αθάνατη μ’ ανάστησε για πάνταστα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης.Ο χρόνος φεύγει, αλλάζει η γη, περνούν λαοί και κόσμοικαι πέφτουν και μαραίνονται σα φθινοπώρου φύλλα240κι ασάλευτη κι αμάραντη εγώ εδώ πέρα σφίγγωστο χέρι μου λαχταριστό το χέρι του ακριβού μου!Ω χάρη, ω νίκη της ζωής, απάντεχη ευτυχίαστα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης!
ΗΓΗΣΩ
Κι από το τρίτο μάρμαρο κι από το τρίτο μνήμα245ακούω φωνή που χύνεται κι ακούω φωνή που λέει:Εμέ με κράζουν Ηγησώ· διαβάτη, εμπρός σου στέκειη νέα παρθένα, το λευκό μισανοιγμένο μόλιςκρίνο που χέρι ανθρώπινο δεν άπλωσε σ’ εκείνο,δεν το είδε μάτι ανθρώπινο και τα φτερά της αύρας250και της αυγής τα δάχτυλα μήτε κι εκείνα ακόμαδεν άγγιξαν τα φύλλα του· εγώ είμ’ η αγνή παρθένα.Έτσι προβάλλει απείραχτο το λυγερό κορμί μουμες απ’ το φόρεμα που απλά ραμμένο με στολίζει.Τα ολόξανθά μου τα μαλλιά που σκόρπια εκυματούσαν255στους ώμους μου και χύνονταν σα φίδια στο λαιμό μουεγώ τα χτένισα σεμνά. Μια κόρη δεν ταιριάζειποτέ να σέρνει επάνω της τα μάτια των ανθρώπωνμε αστόχαστα καμώματα και χτυπητά στολίδια.Και πρόσμενα και πρόσμενα πάντα να ’ρθει μια μέρα260ν’ ανοίξω σπίτι, να γενώ γυναίκα και μητέρα,και τότε στη μεγάλη μας θεά, μεγάλο τάμα,τα ολόξανθά μου τα μαλλιά να της τα πάω κομμένα.Στο ιερό της άγαλμα κάθε πρωί και βράδυγονάτιζα, το στόλιζα με στέφανα από μύρτα265κ’ έκανα δέησην άφωνη στα βάθη της καρδιάς μου:Φώτισε, μεγαλόχαρη, το γέρο μου πατέρανα μου διαλέξει άντρα καλό, νά ’βρει για με άξιο ταίρι,γιατί κι η αγάπη της ζωής που πλημμυρίζει με όληδεν έχει ακόμα έν’ όνομα για με, δεν έχει σχήμα.270Κοιμούμαι, κι ένα φως λευκό λευκό με περιχύνεικι ο ύπνος απ’ το φως αυτό δεν έπλασεν ακόμαένα πεντάμορφο όνειρο μ’ ολόχρυσα φτερούγια.Κι έκανα δέησην άφωνη στα βάθη της καρδιάς μου.Και νά που πρόβαλε η χρονιά και σίμωσε και η ώρα275να πάμε κόρες διαλεχτές και αρχοντικές παρθένες,να πάμε να κεντήσουμε της Αθηνάς τον πέπλο.Βράδια κι αυγούλες διάβαιναν, μέρες και νύχτες φεύγαν,τα χέρια μας δουλεύανε της Αθηνάς τη δόξα,θαμπώνανε τα μάτια μας απ’ τη φεγγοβολιά της.280Πλουμίζεται, χρυσώνεται, γεμίζει λίγο λίγοκαι λάμπει το αλαφρό πανί το αραχνοκαμωμένοαπ’ τα πολλά κεντίσματα κι απ’ τ’ άνθη κι απ’ την Πούλια,κι από τον ήλιο τον ξανθό κι απ’ το χλωμό φεγγάρικι από τη σκέπη της Νυχτός κι απ’ της Αυγής τα ρόδα·285η Νύχτα είν’ αστροστόλιστη, κι η Αυγή τα διώχνει τ’ άστρα.Άλλες κεντούν επάνω του την οργισμένην όψηκαι το κοντάρι της θεάς και τη φριχτή Γοργόνακι άλλες κεντούν δεξιά ζερβά και γύρω της κι εμπρός τηςτους Γίγαντες, ανήμερα θεριά, του κόσμου σκιάχτρα…290Κεντούσα, δούλευα κι εγώ· τα δάχτυλά μου ετρέμαν,εχτύπαγε η καρδιά κι αλλού πετούσε ο λογισμός μου.Άλλες κεντούνε δράκοντες κι άλλες κεντούν λιοντάριακι όλες κεντούν του Γίγαντες, μαύρους, ασχημισμένους,κ’ εγώ κεντώ ένα Γίγαντα… το πώς, δεν το γνωρίζω·295κ’ εγώ κεντώ ένα Γίγαντα, ξανθόν, ημερωμένο,και πιο όμορφο από τον Άδωνη, πιο λαμπερό απ’ την Πούλια,κ’ εγώ κεντώ ένα Γίγαντα, λεβέντη είκοσι χρόνων,κ’ εγώ κεντάω τον Έρωτα… τα δάχτυλά μου ετρέμαν,εχτύπαγε η καρδιά κι αλλού περούσε ο λογισμός μου.300Α! κι από κείνη τη στιγμή τον είχα εμπρός μου πάντατον άγνωστο που αντίκρισα με της ψυχής τα μάτιακ’ έπλασα με τα χέρια μου στο θείο πέπλο επάνω!Και κάθε που ξημέρωναν και κάθε που γυρνούσαντα Παναθήναια τα τρανά, ξυπνούσα με λαχτάρα305και φώναζα της σκλάβας μου νά ’ρθει να με στολίσειμε της γιορτής τη φορεσιά την άσπρη σα νυφούλα,να μου χτενίσει τα μαλλιά κι επάνω τους ν’ απλώσειτη σκέπη την ολόμακρη τη μυριοκεντημένη.Κι απάνω απ’ τα στολίδια μου κι απ’ τα χρυσαφικά μου310ώρα πολλήν εγύρευα, σκυφτή, λησμονημένηνά ’βρω το ταιριαστότερο, το πιο όμορφο κι απ’ όλαγια το λευκό μου φόρεμα και τη λευκή θωριά μου.Γιατί στα Παναθήναια, σ’ εκείνα καρτερούσανα μου φανεί ο αγνώριστος, να λάμψει εμπρός μου εκείνος,315να λάμψει και να τον ιδώ, να τον ξανοίξω αμέσως.Και γνώρισα το θάνατον αντί για τον καλό μου!Παρθένα μυρτοστόλιστη κι απ’ όνειρα γεμάτημε παίρνει από τη γην αυτή, με φέρνει σ’ άλλον κόσμο.Δε μ’ έριξε στα Τάρταρα, δε μ’ άφησε στον Άδη.320Μακαρισμένη, αθάνατη μ’ ανάστησε για πάνταστα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης.Ο χρόνος φεύγει, αλλάζ’ η γη, περνούν λαοί και κόσμοι,και πέφτουν και ξεραίνονται σα φθινοπώρου φύλλακι ασάλευτη κι αμάραντη εγώ εδώ πέρα στέκω325επάνω απ’ τα στολίδια μου με μια γλυκιάν ελπίδακαι τον προσμένω και ποτέ δε σβήνεται η ελπίδα,ω χάρη, ω νίκη της ζωής, ανήκουστη ευτυχίαστα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης!
ΑΡΧΑΙΟΙ ΘΕΟΙ
Ω μνήματα, άγια λείψανα, μακαριστές εικόνες,330ω μελιστάλαχτες φωνές, άμποτε πάντα, πάνταμες στα κρυφά του λογισμού, μες στης καρδιάς τα βάθηνα σας ακούω, να σας κρατώ, και τα σοφά σας λόγιαποτέ να μην τα λησμονώ. Ναι, δεν αξίζει ο κόσμοςχωρίς την Ομορφιά, χωρίς τη Λεβεντιά και δίχως335την Αρετή· κι αν πουθενά βρίσκεται τέτοιος κόσμοςδεν πρέπει τις αχτίδες του σ’ αυτόν να ρίχνει ο ήλιος.Δεξίλεε, των παλικαριών ατίμητη κορόνα,Κι εσύ, γυναίκα, του σπιτιού διαμάντι, κι εσύ, κόρη,εσύ, λουλούδι του Απριλιού στο μάρμαρο ανθισμένο!340Ποτέ, ποτέ δεν παύετε μ’ αγάπη να μιλείτεσ’ εκείνους που τη νιώθουνε τη μυστική σας γλώσσα.Κι όταν ο χρυσοστέφανος κι όταν ο μέγας Ήλιοςυψώνεται ολοφάνερος και λάμπει στην Αθήνα,στον ήλιο αστράφτετε κι εσείς, σα να είστε θεοί αρχαίοι!
|
Άγγελος Σικελιανός
Κεραμεικός Κεραμεικός (απόσπασμα)
Ιερέ, Ιερέ Κεραμεικέ'
βαθιά σου βογκεί μια πηγή,
στο γαληνό σου σήκωμα
με αφρούς βαθιά διαβαίνει,
πλένει τ' αντρίκεια κόκαλα
του καβαλάρη του αττικού,
και στων ηρώων τα σκέλεθρα
χώμα ποτέ δε μένει.
Ιερέ, ιερέ Κεραμεικέ'
στης Ηγησώς ακούμπησα
τα γόνατα το μέτωπο,
και φάνη μου που ανάλαφρα
και τρίσβαθα ανασαίνει,
ωσάν τη μυστική ομορφιά
που χύνουνε, ανασαίνοντας
μες στης χλωμάδας τους το φως,
σαν άστρο, οι πεθαμένοι.
Έδειχνε κρύα και διάφανη
πως θα χωρίσει η μέρα
που έσκυψα εγώ και σήκωσα,
πεσμένο στη γαλήνη σου,
τον αττικόν αέρα.
... ... ...
(Αλαφροΐσκιωτος, ΙΙΙ)
από το βιβλίο Άγγελου Σικελιανού: Λυρικός Βίος - Tόμος Α
Εκδόσεις: Ίκαρος, 1975
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου